φέρτε, ρ. [προστακτ. του ρ. φέρνω], (στη γλώσσα της αργκό) εύχρ. μόνο στη φρ. είμαι φέρτε, είμαι έτοιμος, είμαι αποφασισμένος για κάτι: «οποιαδήποτε στιγμή κι αν ζητήσεις τη βοήθειά μου, θα είμαι φέρτε». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι φέρτε να της πω, μωρ’ αδερφάκι, ζούλα πάμε στον τεκέ για τσιμπουκάκι).